- δίκλινος
- -η, -ο1. αυτός που διαθέτει δύο κρεβάτια: Δίκλινο δωμάτιο ξενοδοχείου.2. (βοτ.), φυτό με αρσενικά μόνο ή θηλυκά μόνο άνθη, δηλ. με μονογενή άνθη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.